- γεῤῥοχελώνη
- γεῤῥο-χελώνη, Schirmdach von Flechtwerk
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
γερροχελώνη — γερροχελώνη, η (Α) βλ. γέρρον (4). [ΕΤΥΜΟΛ. < γέρρον + χελώνη] … Dictionary of Greek
γερροχελώνη — penthouse fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γερροχελωνῶν — γερροχελώνη penthouse fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γερροχελώνας — γερροχελώνᾱς , γερροχελώνη penthouse fem acc pl γερροχελώνᾱς , γερροχελώνη penthouse fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέρρον — γέρρον, το (Α) 1. κάθε αντικείμενο πλεγμένο από ευλύγιστες βέργες, συνήθως λυγαριάς 2. η επιμήκης ασπίδα τών Περσών, σκεπασμένη με δέρμα βοδιού 3. το ψαθωτό τμήμα τής άμαξας 4. η γερροχελώνη, δηλ. πολιορκητική μηχανή σε σχήμα χελώνας… … Dictionary of Greek